Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίντις — ὁ, ΜΑ βλ. σίντης … Dictionary of Greek
σίντης — και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ [σίνομαι] (κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει αρχ. 1. έχιδνα, οχιά 2. ληστής, κακούργος … Dictionary of Greek